Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η Δροσοσταλίδα ...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή ψιχάλα. Μια τόοοσο δα μικρή δροσοσταλίδα. Δεν είχε ηλικία γιατί έτσι κι αλλιώς οι δροσοσταλίδες δεν έχουν ηλικία, είναι αιώνιες!
"Σπίτι μου είναι τα σύννεφα, τα ποτάμια, οι λίμνες, η θάλασσα", έλεγε και ξανάλεγε με
περηφάνια χορεύοντας πάνω σ’ ένα μικρό κατάλευκο σύννεφο.
Κάποια μέρα την είδε ένας αετός καθώς περνούσε από κει, να χορεύει χαρούμενη και της χαμογέλασε.Η δροσοσταλίδα σταμάτησε το χορό της και πλησιάζοντας στην άκρη του συννέφου τον ρώτησε διστακτικά.
- Μήπως ξέρεις τ’ όνομά μου;
- Όχι, απάντησε ο αετός και μ’ ένα δυνατό τίναγμα των φτερών του απομακρύνθηκε συνεχίζοντας  την πορεία του στον ουρανό.
Μετά από λίγο φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και πήρε το σύννεφο μακρυά, στέλνοντας το στη χώρα της Βροχής.
Μόλις έφτασαν εκεί η δροσοσταλίδα είδε τις αδελφές της να αφήνουν τα χέρια τους από το σύννεφο και να πέφτουν με γέλια και φωνές προς τη γη. Μια και δυο έκανε κι αυτή το ίδιο. Άφησε τα χέρια της από το σύννεφο κι άρχισε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει… ώσπου ανταμώθηκε με το ποτάμι.
Σκαρφάλωσε σ’ ένα ξεραμένο φύλλο που ταξίδευε στην επιφάνεια του νερού και άρχισε πάλι να χορεύει…
Ξάφνου σταματάει το χορό της και σοβαρή σοβαρή ρωτάει το ξεραμένο φύλλο.
- Μήπως ξέρεις  τ’ όνομά μου;
- Όχι, αποκρίθηκε εκείνο τρέχοντας πάνω στα διάφανα νερά του  ποταμού.
Μετά από το μεγάλο ταξίδι της στο ποτάμι, η δροσοσταλίδα έφτασε στη θάλασσα.
Τώρα είχε γαντζωθεί πάνω σ’ ένα άδειο μπουκάλι που επέπλεε πάνω στα κύματα, και  χόρευε κι αυτό μαζί της.
- Μήπως ξέρεις πως με λένε; ρώτησε κάποια στιγμή λυπημένη η δροσοσταλίδα.
- Όχι, απαντάει το μπουκάλι, μα σίγουρα θα ξέρει ο αφρός των κυμάτων!
 Όταν έφτασαν στην κορυφή ενός τεράστιου κύματος η δροσοσταλίδα είπε με τρεμάμενη φωνή στον αφρό.
- Μου είπε το μπουκάλι ότι εσύ θα ξέρεις το όνομά μου. Είναι αλήθεια ; Το ξέρεις;
- Όχι, είπε ο αφρός των κυμάτων καθώς άσπριζε ολοένα και πιο πολύ τη θάλασσα….
Κουρασμένη η δροσοσταλίδα από τους χορούς και τα ταξίδια αποκοιμήθηκε επάνω στο μαλακό φελλό του μπουκαλιού…
Το πρωί που ξύπνησε ήταν πάλι στο σπίτι της, στο σύννεφο, (γιατί όταν κοιμούνται οι δροσοσταλίδες και ονειρεύονται, ελαφραίνουν και πετούν προς τον ουρανό).
Τεντώθηκε λοιπόν και όπως το ‘χε συνήθεια έριξε μια ματιά κάτω προς τη γη. Και τι να δει!
Από κάτω ακριβώς βρισκόταν ένας πανέμορφος κήπος, με χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια. Μαργαρίτες, τριανταφυλλιές, ορτανσίες…
Η δροσοσταλίδα σάστισε από την ομορφιά του κήπου και αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Άφησε λοιπόν τα χέρια της από το σύννεφο και άρχισε να ταξιδεύει προς τον κήπο….
Προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα καταπράσινο φυλλαράκι γιασεμιού και άρχισε να κυλάει σαν δάκρυ προς την άκρη του.
Το φυλλαράκι ένιωσε την δροσοσταλίδα πάνω του και χάρηκε πολύ.
- Σ’ ευχαριστώ για τη δροσιά που μου έδωσες, είπε , πες μου τι θες να κάνω κι εγώ για σένα;
- Το όνομά μου, είπε.  Θα ‘θελα να μάθω το όνομά μου!
- Δυστυχώς δεν το ξέρω, αποκρίθηκε  το φυλλαράκι καθώς έβλεπε τη δροσοσταλίδα να πηδά προς τα κάτω…
Για καλή της τύχη η δροσοσταλίδα έπεσε πάνω στην πλάτη μιας πασχαλίτσας.
Και όχι όποιας κι όποιας μα της πιο σοφής του κήπου.
- Τι έχεις και είσαι λυπημένη; ρώτησε η πασχαλίτσα.
- Θέλω να μάθω το όνομά μου, είπε η δροσοσταλίδα μελαγχολικά. Αιώνες τώρα χορεύω στα σύννεφα, στα ποτάμια, στις λίμνες, στις θάλασσες… και όποιον συναντώ τον ρωτώ πως με λένε, μα κανείς δεν ξέρει. Μήπως ξέρεις εσύ;
- Όχι, απάντησε  η σοφή πασχαλίτσα, αλλά θα σε πάω σε κάποιον που σίγουρα ξέρει!
Μια και δυο ξεκίνησαν και μετά από λίγο έφτασαν σ’ ένα σπόρο φραουλιάς που λιαζόταν ξαπλωμένος  τεμπέλικα στο χώμα.
Η πασχαλίτσα άφησε τη δροσοσταλίδα πάνω στο σπόρο και φεύγοντας είπε χαμογελώντας.
- Να αυτός ξέρει το όνομά σου.
Έκπληκτη η δροσοσταλίδα ρώτησε τον σπόρο της φραουλιάς.
- Αλήθεια; Αλήθεια εσύ ξέρεις το όνομά μου;
- Ναι, το ξέρω, απάντησε ο σπόρος μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Το ξέρω.
- Σε λένε ΖΩΗ και σε περίμενα… της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά…
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Μην πεις σε κανέναν τίποτα....

Όταν έχεις ένα μυστικό, είναι σαν ένας βαθύς, βαρύς πόνος. Σαν βράχος που έσκασε από ψηλά. Σαν νύχτα που βαραίνει την θλίψη σου ακόμη πιο πολύ. 
Ύστερα, έρχεται ένα τραγούδι και βλέπεις πως το μυστικό σου, υπάρχει εκεί έξω, με άλλο όνομα, άλλο πρόσωπο, αλλά με τον ίδιο ήχο. Και τότε νιώθεις ένα παράξενο μαζί, μα συνάμα κι ένα μεγάλο μόνος.
Μόνος, γιατί όλα όσα είναι το μυστικό, ακόμη κι αν το ξέρει και κάποιος άλλος, το δικό σου μυστικό εξακολουθεί να είναι τέτοιο, που δεν μπορείς να το μοιραστείς. Υφαίνει τα πέπλα του γύρω σου. Απλώνει τα νύχια του ακόμη πιο μέσα σου. Βρίσκει την πληγή και γραντζουνάει ό, τι έχεις ορίσει ως απροσπέλαστο.
Κι εσύ, θες να τα πεις όλα, μα δεν γίνεται. Δεν έχουν όλοι την ίδια αντοχή στην ακουστική του πόνου. Στις νότες της θλίψης, η μελωδία σου ανήκει εξ’ ολοκλήρου. Μια μεταφυσική αύρα τρέχει γύρω απ’ τη μνήμη σου. Από εκείνα που ξέρεις πως είδες, από αυτά που είσαι σίγουρος πως κάποτε ήρθαν. Κι έφυγαν. Αναίτια οικειοθελώς. Μονότονα ύπουλα.
 
Κοιτάζω έξω τον δρόμο. Έχει γεμίσει με βάλτους. Στα χέρια μου φυτρώνουν νούφαρα. Περιμένω την βροχή που θα στεγνώσει το οδόστρωμα. Τη στιγμή που θα φοβάμαι ακόμη πιο πολύ την ώρα που θα πάψω να φοβάμαι. Θέλω αυτό που δεν υπάρχει πουθενά. Θέλω να φωσφορίζει το βλέμμα σου από ένα έπειτα. Από το μετά του θανάτου. Το κατόπιν του κόσμου που χάλασε. Που πήρε την ουσία μέσα απ’ τα μάτια σου.
Να μπορώ να σου πω: Κοίτα, πονάνε κι οι βράχοι. Κι εσύ να νιώθεις τη γεύση απ’ τα κύματα να ρέει απ’ τα χείλη μου, σαν μέλι. Αστείρευτα χαλάσματα ομορφιάς. Η αγάπη φτιάχνεται από αίμα. Όσο το σκουπίζεις, τόσο περισσότερο απλώνει. Μες στα ερείπια της νύχτας, χαλασμένες φωνές επενθοστολούν όνειρα. Μην τα κοιτάς. Δεν σε αντέχουν.
Μείνε όσο μπορείς μακριά. Τρέξε να φύγεις απ’ την άκρη των δαχτύλων μου. Δεν χωράς σε αυτό τον κόσμο. Ξωτικό που έχασε το μονοπάτι για το πίσω του. Τιμωρία για το μυστικό που έμαθε. Ξέχασε όλα όσα είπα. Δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα παραλήρημα αλήθειας που μου ξέφυγε. Γιατί οι άνθρωποι δεν λένε ποτέ αλήθεια. Οι αλήθειες, τους ξεφεύγουν σαν σπίθα που το σκάει απ’ τη φωτιά.
Κι εγώ, αερικό, που έτυχε να με φέρει ο άνεμος κοντά σου. Ατλαντίδα που ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας μόνο για να χαθεί πάλι. Ξανά και ξανά και ξανά. Για εκείνες τις ώρες. Τις στιγμές, που όσο πλησιάζουν, απομακρύνονται.
Μην πας μαζί τους. Δεν αναπνέουν αύριο.
ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑΡΗ
“Επειδή μαζί”

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Καλημέρα!!!



Κάθε μέρα που περνά δεν ξαναγυρίζει Κάθε στιγμή είναι μοναδική Γεμίστε τις μέρες με μοναδικές στιγμές! Καλημέρα!!!


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Θα ήθελα...


"Θα ήθελα".... τι κουτό, σπάταλα ευγενικό και παρηγορητικό 
τόσες τσαλαπατημένες ευχές σε μια λέξη.

Αν ήθελα να πραγματοποιηθούν...
θα χρησιμοποιούσα το απλό και κοφτό ρήμα "θέλω". 

Το ρήμα που αρέσει στα παιδιά....

Ξέρεις τι θα ήθελα; 





Να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι οι επιθυμίες απλώς υπάρχουν...

Όπως υπάρχουν ρούχα... Χέρια... Μαλλιά... Τα αγγίζεις, σε αγγίζουν κι αυτό είναι όλο. 

Θα ήθελα ...να ακολουθήσεις τη διαδρομή του μυαλού μου 
και να με εντοπίσεις...

Γρήγορα αν είναι δυνατόν.
Τώρα...

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

''Οι καμπάνες του Edelweiss''

Μία παράσταση που σε βγάζει από την μιζέρια της Αθήνας των οικονομικών προβλημάτων της και σε πάει κατευθείαν στο κέντρο του Λονδίνου σε κάποιο μεγάλο θέατρο. Ένα θέατρο λοιπόν που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα.








Η παράσταση τώρα:
Συγκλονιστική, με υπέροχες ερμηνείες από όλους τους πρωταγωνιστές. Η Άννα Βίσση συγκινητικά υπέροχη, ο Αιμιλιανός αποκάλυψη. Ο Θανάσης Αλευράς με εξέπληξε. Υπέροχοι και όλοι οι υπόλοιποι (Σιαμσιάρης, Καραγκιαούρης κ.α). Φωτισμοί, σκηνικά όμορφα, λειτουργικά, έδεναν πολύ όμορφα όλα μαζί. Η δουλειά που έχει γίνει για να ανέβει αυτό το έργο φαίνεται παντού. Για όσους ξέρουν, σίγουρα ανώτερο των υπερφίαλων Δαιμόνων και κατώτερο της συγκλονιστικής Μάλα.Η σκηνοθεσία του Κακλέα, όπως πάντα, κινηματογραφική και σε συνδυασμό με τα εντυπωσιακά σκηνικά του Μανώλη Παντελιδάκη το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από άρτιο.Στα highlights της παράστασης η ροκ μπάντα που παίζει μουσική πάνω στη σκηνή. Χίλια μπράβο στα παιδιά.




    
 Μουσική: Είναι πιστεύω ο πιο "δύσκολος" "πολύπλοκος" Καρβέλας που έχουμε ακούσει. Αν αφήσετε πίσω τα στερεότυπα, θα ακούσετε απίστευτες μουσικές συνθέσεις, μία εκπληκτική μουσική! Σίγουρα η ενορχήστρωση και η πολύ μεγάλη ορχήστρα έπαιξε το ρόλο της.




Πλοκή: Δυνατή! Μπορεί να υπάρχει από τη μία ένα "overdose" δυνατών γεγονότων, αλλά αυτό θέλει να δείξει ο καλλιτέχνης. Το έρεβος της ανθρώπινης ύπαρξης - εκεί που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για δίαφορους λόγους. Η ιστορία είναι πολύπλοκη και πολυεπίπεδη...ξεκινάμε από το σήμερα και πηγαίνουμε στο παρελθόν. Ίσως σε μερικά σημεία πλατειάζει με τις επιπλέον - χαλαρές - σκηνές, αν και φαίνεται να εξυπηρετούνται μέσω αυτών τεχνικά ζητήματα, όπως η αλλαγή σκηνικών.





















 Συμπερασματικά : Οι Καμπάνες του Edeiweiss είναι ένα πολύ δυνατό έργο με δυνατά σημεία, με παθιασμένες ερμηνείες μουσικά και υποκριτικά και με μια υπέροχη ενορχηστρωμένη μουσική!!Δεν μπορεί παρα να σε καθηλώσει από την πρώτη στιγμή. 
Χαίρομαι που παραβρέθηκα στη δουλειά αυτή. Δεν είναι καθόλου πεταμένα χρήματα και ούτε και χαμένος χρόνος. Την προτείνω ανεπιφύλακτα, εμείς θα ξαναπάμε σίγουρα.



Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Θυμάται...


  Θυμάται...                                                                                                                      


Πώς είναι να γελάς δίχως λόγο . Τον τρόπο να δημιουργείς όνειρα από την αρχή.Την μυρωδιά του αθώου και του απλού.Την αγκαλιά.

Την τρυφερότητα.Το αληθινό νόημα της λέξης μαζί.Το πάθος.

Την παιδικότητα σου.Ένα ζεστό χέρι τυλιγμένο στη μέση σου.Μια επιθυμία να πλανιέται στις άκρες των δαχτύλων σου.Το φιλί.Τις ανέμελες βόλτες δίπλα στη θάλασσα.Το ''ετσι'' στο ''γιατι''.

Το πόσο γλυκιά μπορεί να είναι μια συνωμοσία.Το να εμπιστεύεσαι αυτό που βλέπεις .Το πως αισθάνεται το κορμί σου στο άγγιγμα του.Το να ξεπερνάς τον εαυτό σου.                                            

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Τώρα...

Εικόνα πρώτη...

Κάθεται εκεί μόνη της μέσα σε μια μεγάλη παρέα και αναρωτιέται...τι γυρεύω εγώ εδώ?

Ο κόσμος γύρω της οι φωνές τους...απόηχοι.

Όλοι μιλάνε εκείνη σωπαίνει.
Χαμένη στο αλλού ,κι  όμως εδώ συνένοχη στης κάθε μέρας τη πλήξη.

Αχ! να ήταν όλα αλλιώς σκέφτεται αχ! και να ήμουν αλλιώς...άλλα δεν είναι.

Σκέφτεται πως θα ήθελε η Ζωή της να ήταν σαν ταινία .Μια κάμερα να την ακολουθούσε στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής της και αγαπημένη μουσική να τη χρωμάτιζε.

Θυμάται την πρώτη φορά που τον είδε...χρόνια πριν...πολλά χρόνια ...



Εικόνα δεύτερη...

Το τηλέφωνο χτύπησε... Εμπρός?

Η  Χριστίνα?  Ακούστηκε η αντρική φωνή στην άλλη γραμμή.Πάγωσε. Έχασε τη φωνή της.Χιλιάδες καμπάνες άρχισαν να χτυπούν μέσα στο κεφάλι της.

Η φωνή συνέχισε.Εσύ είσαι?

Με δυσκολία βρήκε τις λέξεις.Ποιος είναι? Ο Στέφανος.

Μην κλείσεις ...σε παρακαλώ. Πήρα να σου πω χρόνια πολλά για τη γιορτή σου και ακόμα πως πότε δεν σε ξέχασα και δεν κατάφερα όλα αυτά τα χρόνια να σε ξεπεράσω.Σ' αγαπάω ακόμα. 

Θεέ μου άκουσε τη φωνή της να λέει...πέρασαν αιώνες.Πώς με βρήκες?

Θα σου πω όταν βρεθούμε..δεν θα μου το αρνηθείς? Καληνύχτα για απόψε.


Η γραμμή έκλεισε.

Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα που ξεχάστηκε με το ακουστικό στο χέρι.

Σηκώθηκε...τα πόδια της δεν την κρατούσαν. 

Με δυσκολία γέμισε ένα ποτήρι νερό και προσπάθησε να πιει μερικές  γουλιές.Βγήκε στο μπαλκόνι αναπνεύστε βαθιά τον χειμωνιάτικο αέρα.

Έκανε κρύο εκείνο το απόγευμα του Δεκέμβρη αλλά εκείνη δεν  το ένιωθε...

Το παγωμένο αεράκι την ταξίδεψε χρόνια πριν και την έφερε πιο κοντά στον κόσμο που θα ήθελε να ζήσει από δω και πέρα.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Τότε...


  
Ήταν εκεί σε αυτό το χωριουδάκι δίπλα στη θάλασσα ένα καλοκαίρι της εφηβείας της...το καλοκαίρι αυτό που στάθηκε αφετηρία για πρωτόγνωρα συναισθήματα και καταστάσεις.


Εκείνο το καλοκαίρι σημάδεψε τη ζωή της...ολόκληρη τη ζωή της .Τότε δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ.

Καλοκαίρι λοιπόν και με καστανόξανθα μακριά μαλλιά μαυρισμένο κορμί και καρδιά έτοιμη για περιπέτεια για αγάπη για Ζωή...

Έμενε σε μια πανσιόν κοντά στη θάλασσα μαζί με τη μητέρα και τη μεγαλύτερη αδελφή  της.

Ο πατέρας είχε μείνει στη πρωτεύουσα  τον κράτησε πίσω η δουλειά του. 


Είχαν φύγει από την Αθήνα εκείνο το ζεστό Αύγουστο.

Ήθελαν να ξεφύγουν από τον πνιγηρό αέρα και την πίσσα της άσφαλτου...

Λίγες μέρες ξεγνοιασιάς δίπλα στη θάλασσα ήταν ότι περισσότερο ήθελαν.